- ἐπικαλεῖσθαι
- ἐπικαλέωsummonpres inf mp (attic epic)ἐπικαλέωsummonfut inf mid (attic epic)ἐπικαλέωsummonpres inf mp (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακατάκριτος — η, ο (Α ἀκατάκριτος, ον) [κατακρίνω] 1. αυτός που δεν έχει καταδικαστεί 2. που δεν κατηγορήθηκε ή δεν μπορεί να κατακριθεί για τίποτέ 3. επίρρ. ἀκατακρίτως χωρίς κατάκριση, ελεύθερα, άφοβα «ἀκατακρίτως τολμᾱν ἐπικαλεῑσθαί σε» (Ιω. Χρυσόστομος) … Dictionary of Greek
παρρησία — η, ΝΜΑ 1. η ελεύθερη έκφραση γνώμης, το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια («τἀληθῆ μετὰ παρρησίας ἐρῶ πρὸς ὑμᾱς», Δημοσθ.) 2. η ελευθερία τής προσέγγισης, το θάρρος τού χριστιανού να προσεγγίσει τον Θεό, να κοινωνήσει ή… … Dictionary of Greek
χαλκίς — Oνομασία αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Αιτωλίας, που ονομαζόταν και Υποχαλκίς. Ήταν αποικία της ομώνυμης πόλης της Εύβοιας. Ερείπιά της σώζονται στο όρος Βαράσοβα. 2. Πόλη της αρχαίας Δολοπίας. Τοποθετείται κοντά στο χωριό Χαλίκιστη στις πηγές του… … Dictionary of Greek
Ενώς — Βιβλικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Σηθ και εγγονός του Αδάμ. Σύμφωνα με τη διήγηση της Βίβλου, ο Ε. έζησε 905 χρόνια. Η Γένεση αναφέρει ότι «ούτος ήλπισε επικαλείσθαι το όνομα κυρίου του Θεού» (δ’ 26). Αυτό, κατά μία πιθανή εκδοχή, σημαίνει ότι από… … Dictionary of Greek